δρυόπων

δρυόπων
δρύοψ
woodpecker
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Δρυόπων — Δρύοψ woodpecker masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αμβρακία — I Αρχαία πόλη στον ποταμό Άραχθο, στη θέση της σημερινής Άρτας. Κατά τη μυθολογική παράδοση την είχε ιδρύσει o Άμβραξ, γιος του Θεσπρωτού, ή η Αμβρακία, κόρη του βασιλιά των Δρυόπων. Προστατευόταν με οχυρό τείχος, που είναι άγνωστο πότε χτίστηκε …   Dictionary of Greek

  • δρακόσπιτα — Ιδιότυπα κτίσματα, κατασκευασμένα από μεγάλες, πλακόμορφες, σχιστολιθικές πέτρες, κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα. Βρίσκονται στη νοτιοδυτική Εύβοια, κυρίως στο όρος Όχη. Έχουν σχήμα τετράπλευρου ορθογώνιου, με μεγάλο πάχος στην τοιχοποιία. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Άμφισσος — Μυθολογικό πρόσωποασιλιάς των Δρυόπων, γιοςτου Απόλλωνα και της Δρυόπης, την οποία ο Ανδραίμων νυμφεύτηκε έγκυο. Ο Ά. έχτισε την πόλη Οίτη κοντά στο ομώνυμο βουνόκαι ναό του πατέρα του Απόλλωνα, απ’ όπου οι Νύμφες άρπαξαν τη μητέρα του και την… …   Dictionary of Greek

  • Αντίοχος — I Όνομα βασιλιάδων της Συρίας, από το γένος των Σελευκιδών. 1. Α. Α’ ο Σωτήρ (325/4 – 262/1 π.Χ.). Γιος του Σέλευκου και της Απάμας. Το 294 τον διόρισε o πατέρας του συμβασιλέα και διοικητή των σατραπειών που βρίσκονταν πέρα από τον Ευφράτη. Μετά …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Ευρυτανία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.045 τ. χλμ., 32.053 κάτ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τον νομό Καρδίτσης, στα Δ και στα Ν με τον νομό Αιτωλοακαρνανίας και στα Α με τον νομό Φθιώτιδος. Αποκλειστικά ορεινός,… …   Dictionary of Greek

  • Ηιόνες — Αρχαίος οικισμός των Δρυόπων στην αργολική ακτή, του οποίου η θέση ορίζεται με μεγάλη πιθανότητα στα ΝΑ της Ναυπλίας. Καταστράφηκε από τους Μυκηναίους, οι οποίοι κατασκεύασαν εκεί λιμάνι. Στα χρόνια του Στράβωνα είχε ήδη εγκαταλειφθεί …   Dictionary of Greek

  • Λαογόρας — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Δρυόπων, ο Λ. ήταν αρχηγός του στρατού του Κορωνού, γιου του Καινέα και βασιλιά των Λαπιθών. Ο Κορωνός παρενοχλούσε τον Αιγίμιο, τον αρχαιότερο βασιλιά και νομοθέτη των Δωριέων. Ο Ηρακλής έσπευσε να τον βοηθήσει… …   Dictionary of Greek

  • Φθιώτιδας, νομός — Νομός (4.441 τ. χλμ., 178.771 κατ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Μαγνησίας, Λάρισας και Καρδίτσας, στα Ν με τους νομούς Βοιωτίας, Φωκίδας και Αιτωλοακαρνανίας, στα Δ με τον νομό Ευρυτανίας, ενώ στα Α βρέχεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”